Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2011

Έτσι είναι...

Ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου το έζησα στο χωριό μου, κάπου στον Έβρο. Εκεί δεν ίσχυε αυτό που μας είχε μάθει ο κύριος Γιάννης στο σχολείο: "Πριν περάσουμε τον δρόμο κοιτάμε, πρώτα αριστερά, έπειτα δεξιά και πάλι αριστερά". Δεν χρησιμοποιούσα το τηλέφωνο για να ρωτήσω την Σωτηρούλα αν ήθελε να παίξουμε, αλλά πήγαινα κατευθείαν από το σπίτι της. Και αν δεν ήθελα να περάσω από την καφετέρια - ήταν στο δρόμο μου η καταραμένη- όπου κάθονταν ο Βαγγέλης και ο Ηλίας και με πείραζαν όποτε με έβλεπαν, έκοβα δρόμο μέσα απ' τα χωράφια. Όταν δε έφτανε το καλοκαίρι και ξανασμίγαμε όλοι μαζί σαν παρέα, γύρω στα είκοσι παιδιά θυμάμαι, μικροί - μεγάλοι, μαζευόμασταν στην πλατεία ή στο σχολείο, χωριζόμασταν σε ομάδες και παίζαμε πότε τζαμί και πότε κρυφτό. Έτσι είναι το χωριό...

Τους τελευταίους τέσσερις μήνες της ζωής μου ζω κάπου στο κέντρο της Αθήνας. Εδώ ισχύει, και με το παραπάνω, αυτό που μας είχε μάθει ο κύριος Γιάννης στο σχολείο: "Πριν περάσουμε τον δρόμο κοιτάμε, πρώτα αριστερά, έπειτα δεξιά και πάλι αριστερά". Τα τηλέφωνα σπάνε δυο ώρες πριν βγεις για τον καφέ που κανόνισες πριν τρεις μέρες για σήμερα, για να καταλήξεις να μείνεις και πάλι στο σπίτι, αφού δεν κινείται τίποτα λόγω απεργίας. Και εκεί που περπατάς με σκυμμένο το κεφάλι για το σπίτι, ψόφιος απ' την κούραση, σου τραβάει την προσοχή ένα δωδεκάχρονο με τσιγάρο στο αριστερό του χέρι και κινητό τηλέφωνο στο δεξί, έξω από ένα internet cafe. Όταν δε φτάνει το καλοκαίρι και αδειάζει η πόλη, τα τηλέφωνα συνεχίζουν να σπάνε δυο ώρες πριν βγεις για τον καφέ που κανόνισες πριν τρεις μέρες για σήμερα, για να καταλήξεις να μείνεις και πάλι στο σπίτι, αφού δεν κινείται τίποτα λόγω απεργίας. Και συνεχίζει να σου τραβάει την προσοχή ένα δωδεκάχρονο με τσιγάρο στο αριστερό του χέρι και κινητό τηλέφωνο στο δεξί, έξω από ένα internet cafe, καθώς περπατάς με σκυμμένο το κεφάλι για το σπίτι, ψόφιος απ' την κούραση. Έτσι είναι η Αθήνα...

Τον προηγούμενο μήνα πήγα στην τράπεζα να πληρώσω τα αεροπορικά εισιτήρια που είχα κλείσει μέσω internet, με προορισμό κάπου στο Αιγαίο.
"152 ευρώ και 64 λεπτά" λέω στον υπάλληλο δίνοντάς του 152,70 ευρώ και περιμένοντας 6 λεπτά ρέστα. Μόνο που αντί για 6 λεπτά, στα χέρια μου βρέθηκαν 5..
"Συγγνώμη, μου χρωστάτε άλλο ένα λεπτό", του λέω ταραγμένη.
"Δεν έχω", μου απαντάει και συνεχίζει να γράφει.
"Αρνούμαι να πιστέψω πως μία ολόκληρη τράπεζα δεν έχει μονόλεπτα!! Θέλω το ένα μου λεπτό τώρα! Δηλαδή, αν κρατήσετε από εμένα και από άλλους εκατό πελάτες που θα μπουν τις επόμενες ώρες από 1 λεπτό, θα έχετε κερδίσει 1 ευρώ! 1 ευρώ την ημέρα, 365 ημέρες το χρόνο, 365 ευρώ κλεμμένα από τον κοσμάκη! Αν σας χρωστούσα εγώ 1 λεπτό, εκτός απ' το ότι θα με πρήζατε στα τηλέφωνα, θα μου το τοκίζατε κιόλας! Όχι, κύριε μου, δεν αφήνω ούτε τελειωμένο τσιγάρο στην τράπεζα! Να ήσασταν περίπτερο να σας το χάριζα. Θέλω το ένα μου λεπτό ΤΩΡΑ".
Το κλεμμένο μου λεπτό δεν το πήρα ποτέ, αλλά έτσι είναι οι τράπεζες...

Πριν από δύο εβδομάδες έχασα τη γιαγιά μου.. Έκανα το λάθος που κάνουν οι περισσότεροι άνθρωποι... Της είπα: "Θα τα πούμε την επόμενη φορά. Τώρα δεν μπορώ να έρθω να σε δω", αλλά δεν πρόλαβα. Νόμιζα πως θα ήταν εκεί και θα με περίμενε οποιαδήποτε στιγμή. Δεν πρόλαβα να της πω ούτε ένα σ' αγαπώ, αλλά έτσι είναι η ζωή...