Κυριακή 4 Αυγούστου 2013

Σε μια πόλη που νομίζει πως δεν κοιμάται ποτέ






Θυμάμαι, όταν πρωτοξεκίνησα να γράφω εδώ μέσα ήταν τόσα πολλά αυτά που ήθελα να πω, που το μυαλό μου είχε μπλοκάρει απ'τις τόσες εικόνες και λέξεις με αποτέλεσμα να μην μπορώ να σχηματίσω μία πρόταση. Νεοφερμένη τότε στην πρωτεύουσα και όλα μου φαίνονταν ενδιαφέροντα, από τα αυτοκίνητα που έτρεχαν σαν τρελά στην Αλεξάνδρας χωρίς να τρακάρουν, μέχρι τους ανθρώπους που έτρεχαν χωρίς να βιάζονται.

Τον πρώτο χρόνο τον πέρασα παρατηρώντας, το δεύτερο παραπατώντας και τον τρίτο έχοντας πέσει στο βόθρο της παράνοιας. Σηκωνόμουν απ'το κρεβάτι με νεύρα που είχα ήδη αποκτήσει ενώ κοιμόμουν, ο καφές λειτουργούσε σαν υπνωτικό, οι φίλοι μου έβλεπαν το χαμόγελό μου σπάνια, έβγαινα έξω για βόλτα και γυρνούσα στο σπίτι καταϊδρωμένη γιατί πολύ απλά έτρεχα κι εγώ μαζί με όλους τους άλλους. Σιγά σιγά έπαψα να παρατηρώ τι συμβαίνει γύρω μου, τίποτα δε μου φαινόταν διαφορετικό, τίποτα ενδιαφέρον. Ένιωθα ότι η εβδομάδα έχει μία μέρα, ο χρόνος ένα μήνα και οι εποχές δεν είναι σε καμία περίπτωση τέσσερις, αλλά μόνο μία.

Όλα ήταν ακριβώς ίδια, οι εικόνες ήταν χρωματισμένες το ίδιο όπου κι αν έστρεφα το βλέμμα. Όλα στις αποχρώσεις του γκρι. Άνθρωποι κακόκεφοι, αγενείς, θλιμμένοι. Άνθρωποι που δεν έχουν τίποτα και άλλοι που έχουν τα πάντα. Άστεγοι, μετανάστες, μπάτσοι και φασίστες. Η ίδια εικόνα παντού.
 
Χαμένα χαμόγελα, χαμένα αγγίγματα, χαμένα 'θέλω', χαμένα 'μπορώ', χαμένη αλληλεγγύη (αν ποτέ υπήρξε), χαμένες ζωές κι εγώ εκει, να τρέχω αντί να περπατάω, να κοιτάω αντί να βλέπω, να κρατάω τα χέρια μου βιδωμένα στις τσέπες μην τύχει και αγγίξω και καταλάβω ότι ακόμα μπορώ και αισθάνομαι, ότι κάτι ανθρώπινο έχει μείνει μέσα μου και τρομάξω.
 
Μα αυτό που με τρομάζει περισσότερο είναι πως πάω να συνηθίσω. Πάω να συνηθίσω τη μιζέρια, τη θλίψη, την αγένεια, την ασφάλεια του καναπέ, τους μπάτσους έξω απ'το σπίτι μου, τους φασίστες στη γειτονιά μου. Και όπως έχει πει ο Καντ: Όσο περισσότερες συνήθειες, τόσο λιγότερη ελευθερία. Είχε απόλυτο δίκιο..